- διασήπω
- (Α διασήπομαι)επιφέρω σήψηαρχ.σαπίζω, φθείρομαι, καταστρέφομαι τελείως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδιασήπω — Α προκαλώ σήψη προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασήπω «επιφέρω σήψη, σαπίζω, φθείρομαι»] … Dictionary of Greek
συνδιασήπω — Α προκαλώ τη σήψη μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διασήπω «επιφέρω σήψη»] … Dictionary of Greek